Το Τείχος
Κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 οι Μεγαρίτες κτίζουν το περίφημο τείχος της Αγίας Τριάδας, που συνδέει ακόμη και σήμερα τον υγρότοπο του Βουρκαρίου με το στενό και αβαθές πέρασμα που δημιουργείται μεταξύ της Σαλαμίνας και της χερσονήσου της Αγίας Τριάδας. Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι η ανοικοδόμηση του ξεκίνησε το 1818 και ολοκληρώθηκε σταδιακά. Άλλες, αναφέρουν ότι κτίσθηκε μια και καλή το 1823. Όλοι όμως συμφωνούν για το πώς και γιατί έγινε. Το μοναδικό αυτό έργο, κατασκευάσθηκε σύμφωνα με όλους τους κανόνες της πολεμικής τέχνης της εποχής, για να προστατεύσει τους κατοίκους του χωριού των Μεγάρων από το μένος και τις επιδρομές των Τούρκων.
Ο Μεγαρικός κάμπος την εποχή εκείνη δέχεται συνεχείς επιδρομές και ο άμαχος πληθυσμός δεν είχε άλλη επιλογή από το προστατευτεί αρχικώς πίσω από τα τείχη και σε περίπτωση πτώσης του τείχους να καταφύγει στη γειτονική περιοχή της Φανερωμένης, στη Σαλαμίνα. Οι Τούρκοι από την πλευρά τους δεν είχαν πλοία άρα ούτε πρόσβαση στο νησί, όταν μάλιστα αποπειράθηκαν να ενοικιάσουν Ολλανδικά πλοία για τη μεταφορά τους, ο Κωνσταντίνος Μεθενίτης απείλησε τους Ολλανδούς ότι θα βούλιαζε με το δικό του πλοίο όποιον το επιχειρούσε και ματαίωσε την προσπάθεια αυτή.
Σύμφωνα με την εκδοχή του 1818, «ο τοίχος» όπως αποκαλούν οι ντόπιοι την οχύρωση του οικισμού, χτίζεται με άδεια που ζήτησαν από τον Μουτεσαρίφη του χωριού των Μεγάρων για να χωρίσουν τα βοσκοτόπια τους από αυτά της μονής Φανερωμένης, για να μη μαλώνουν με τους καλόγηρους. Για αυτό το λόγο επετράπη να κτισθεί μια μάνδρα το πάχος της οποίας ήταν 1,5 μέτρα και το μέγιστο ύψος 2 μέτρα! Κατά την διάρκεια της επανάστασης χτίσθηκε το δεύτερο μισό του τείχους με τις επάλξεις και τις πολεμίστρες, ενώ η εκδοχή του 1823 αναφέρει ότι κτίδθηκε μια και καλή, ενώ οι ντόπιοι μάλωναν ως προς τη θέση που έπρεπε να το τοποθετηθεί διότι κάποιοι το ήθελαν έως και τρία χιλιόμετρα ανατολικότερα. Όντως στην απόσταση αυτή βρίσκονται σημάδια οικοδομικής γραμμής ύψους 0,75 μέτρων.
Το τείχος έχει μήκος 360 μέτρα σε ευθεία γραμμή ή 400 μέτρα αν συνυπολογίσουμε το άνοιγμα των καμπύλων του. Το εξωτερικό ύψος κυμαίνεται από 3,90 μέτρα έως 4,10 μέτρα, ενώ το εσωτερικό ύψος μέχρι τις επάλξεις είναι περίπου 1,95 μέτρα. Αποτελείται από επτά κυκλικά τμήματα (διασώζονται τα έξι) τοποθετημένα σε τέτοιες αποστάσεις μεταξύ τους, έτσι ώστε τα ενδιάμεσα «ευθεία» τμήματα να περιλαμβάνουν ζώνες διασταυρούμενων πυρών, βάσει των δυνατοτήτων των όπλων της εποχής εκείνης. Συνολικά, υπάρχουν ακόμη και σήμερα 336 οπές για καριοφίλια, με εσωτερικό άνοιγμα περίπου 20 εκ. και εξωτερικό άνοιγμα περίπου 6 εκ.
Η κεντρική πόρτα του τείχους, που τώρα πλέον βρίσκεται στην κεντρική είσοδο της Μονής Φανερωμένης, ήταν ξύλινη με μεγάλο πάχος και θωρακισμένη με λαμαρίνα. Ακόμη και σήμερα φαίνονται οι τρύπες από τις σφαίρες των μαχών εκείνων. Διασώζεται επίσης μια οπή στο πύργο, πάνω από την πόρτα, από όπου έχυναν βραστό υγρό για την καλύτερη προστασία της. Οι Μεγαρίτες έβγαιναν έξω από το τοίχος κατά την διάρκεια της ημέρας, τοποθετούσαν καραούλια, σκοπιές δηλαδή και καλλιεργούσαν τα χωράφια τους. Το βράδυ κλείνονταν πάλι μέσα.
(Μεγαρείς και Δερβενοχωρίται Μελετίου Αντ. Μπεναρδή 1936) (Το Μεγάλο Ταξίδι Μιχάλης Ξυδιάς – Κωνσταντίνος Σπίνος 2005)
Η Πόρτα του Τείχους
Η κεντρική πόρτα του τείχους, που τώρα πλέον βρίσκεται στην κεντρική είσοδο της Μονής Φανερωμένης, ήταν ξύλινη με μεγάλο πάχος και θωρακισμένη με λαμαρίνα. Ακόμη και σήμερα φαίνονται οι τρύπες από τις σφαίρες των μαχών εκείνων.